- βενζινοκίνητος
- benzinli, benzinle çalışan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
βενζινοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με βενζίνη … Dictionary of Greek
βενζινοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με βενζινοκινητήρα: Όλα τα ταχύπλοα σκάφη είναι βενζινοκίνητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)